του Φώτη Τερζάκη, από futura-blog.blogspot.com
H αιφνίδια κοινωνική έκρηξη των τελευταίων ημερών έσπειρε σε όλους μας ρίγη τρόμου και ανησυχίας – για διαφορετικούς λόγους. Πολλοί τρόμαξαν από την αγριότητα και τον τυφλό χαρακτήρα που όλο και περισσότερο παίρνουν τέτοια συλλογικά φαινόμενα στις ημέρες μας, σαν μια πυρκαγιά που καίει αδιακρίτως οτιδήποτε βρει μπροστά της• άλλοι όμως τρομάξαμε από τους όρους με τους οποίους συνεχίζει να παίζεται το παιχνίδι από τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος και τους επαγγελματίες διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Θυμάμαι το κλίμα των ημερών όπου στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν η λεγόμενη τρομοκρατία (της «17ης Νοέμβρη») όταν, με τον ίδιο τρόπο, πριν εκφέρεις δημόσια κρίση όφειλες να περάσεις από το ταπεινωτικό τελετουργικό της αποκήρυξης και της καταδίκης. Να υπογράψεις δήλωση νομιμοφροσύνης δηλαδή, πράγμα που ανατρίχιασα όταν είδα και πάλι να το ζητούν –και με τον τρόπο που το ζητούσαν– αυτές τις ημέρες από εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ.
Όχι φυσικά ότι πιστεύει κανένας πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε οποιαδήποτε επιρροή στους εξεγερμένους και μία δήλωσή του θα άλλαζε την έκβαση των γεγονότων. Το θέμα ήταν να κατασκευαστεί εκείνη η συναίνεση του πολιτικού συστήματος (γι’ αυτό το ΚΚΕ επαινέθηκε τόσο γενναιόδωρα) που θα επέτρεπε στο μεν πρακτικό πεδίο τη μεθόδευση δοκιμασμένων πρακτικών καταστολής, στο δε θεωρητικό την απόκρυψη των κοινωνικών αιτίων της έκρηξης. Σαν να λέμε, είμαστε όλοι στο πλευρό των μαθητών που διαδηλώνουν ειρηνικά για τον θάνατο του συμμαθητή τους αλλά θα πατάξουμε ανελέητα οιοδήποτε ξεχείλισμα οργής ενάντια στην κοινωνία• επικρίνουμε την αυθαιρεσία της αστυνομίας, τα δημοκρατικά ελλείμματα των υπηρεσιών, την αναποτελεσματικότητα της παρούσας κυβέρνησης, κλπ. αλλά θα διασύρουμε οιονδήποτε τολμήσει να καταγγείλει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του και μιλήσει για το ψεύδος της «δημοκρατίας» που τσακίζει τη δυνατότητα διαφανών διαβουλεύσεων στη δημόσια σφαίρα, που συσσωρεύει τον κοινωνικό πλούτο σε όλο και λιγότερα χέρια, που παράγει αποκλεισμό για όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας πετώντας τα απλώς να πεθάνουν στον δρόμο – εν ολίγοις, για το ότι η ίδια η κοινωνία έχει προ πολλού διαλυθεί, λειτουργώντας ως αγορά με μοναδική κινητήρια δύναμη το κεφαλαιοκρατικό κέρδος.
Για πρώτη φορά όμως η μεθόδευση απέτυχε παταγωδώς. Και απέτυχε κυρίως λόγω της μαζικότητας και του βάθους της διαμαρτυρίας, που ήταν ο όντως απρόβλεπτος παράγοντας: διότι «200-300 κουκουλοφόρους» μπορείς εύκολα να τους απομονώσεις, να τους σπιλώσεις, αν χρειαστεί και να τους πυροβολήσεις, δεν μπορείς όμως να ποινικοποιήσεις μερικές χιλιάδες ανθρώπους από άκρη σε άκρη της χώρας… Ακόμα και το μείζον στρατήγημα του κατεξουσιασμού, το «διαίρει και βασίλευε» που στρέφει τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, μπλοκάρισε, όταν είδαμε ακόμη και ανθρώπους των οποίων τα υλικά συμφέροντα θίχτηκαν να διστάζουν να συνταχθούν με τους μηχανισμούς οι οποίοι ήδη με πολλούς τρόπους τούς συνθλίβουν. Βεβαίως, καθένας με στοιχειώδη κρίση αντιλαμβάνεται ότι σε ένα ξεχείλισμα μαζικής δυσφορίας δεν μπορούν να χαραχτούν ευδιάκριτες διαχωριστικές ανάμεσα στους ειρηνικούς διαδηλωτές, εκείνους που απαντούν δυναμικά στις προκλήσεις της καταστολής, τους εξαγριωμένους από τη στέρηση που δρουν με τυφλή μανία και όσους επωφελούνται πλιατσικολογώντας ένα μηδαμινό ξύσμα της ευτυχίας που προορίζεται πάντα για άλλους… Ακόμα περισσότερο, αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική σημασία των συλλογικών πράξεων δεν ταυτίζεται με ό,τι οι ίδιοι οι δρώντες λένε (ή είναι ανίκανοι να πουν) αλλά αναδύεται εκ των υστέρων μέσ’ από τον μεθοδικό φωτισμό των κινήτρων τους, που είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνικά καθορισμένα και σπανίως ολότελα διαφανή στους ίδιους. Μόνο έτσι μπορούμε να μεταφράσουμε την κοινωνική έκρηξη σε πολιτικό νόημα και πολιτικό λόγο – και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται τώρα να κάνουμε.
Ό,τι, δηλαδή, ούτε μπορούν ούτε θέλουν να κάνουν οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Επί μία τουλάχιστον εβδομάδα η κυβέρνηση δεν πατούσε πουθενά και θα μπορούσε με ένα ελάχιστο φύσημα να πέσει – αν δεν τη στήριζε το ίδιο το πολιτικό σύστημα, δηλαδή η «μείζων αντιπολίτευση» και οι εξ αντικειμένου συνοδοιπόροι της. Αγορασμένες σύσσωμες από τις πραγματικές (και αθέατες) κεφαλαιοκρατικές ελίτ, οι κυβερνητικές «πλειοψηφίες» φαίνονται ανίκανες να συλλάβουν οιοδήποτε κοινωνικό μήνυμα και να εξαγάγουν τις απαιτούμενες πολιτικές σημασίες. Οπότε, τι μέλλει γενέσθαι; Είναι το πιο δύσκολο ν’ απαντήσει κανείς• όλα δείχνουν ωστόσο ότι ελάχιστα πράγματα μπορούν να γίνουν μεμονωμένα, σε εθνικό επίπεδο. Το καλύτερο που έχουμε να ελπίσουμε είναι μια αλυσίδα διαδοχικών εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη –η οποία έχει τα μάτια στραμμένα τούτη την ώρα στην Ελλάδα και πασχίζει να αντλήσει μαθήματα– που, πιέζοντας αφόρητα τις κυρίαρχες ελίτ, θα ανοίξουν μια πιθανότητα αναδιαπραγμάτευσης με την κοινωνική βάση: μια επαναφορά της πολιτικής, δηλαδή, την οποία έχει σήμερα εκτοπίσει η άνωθεν τεχνοκρατική διεύθυνση... Αλλιώς δεν θα μπορούμε καν να μιλάμε πλέον για «κοινωνικές εξεγέρσεις» αλλά μάλλον για κοινωνικό πόλεμο, χωρίς λόγο και χωρίς κανόνες, χωρίς αυτοσυντηρητικούς μηχανισμούς, μέσα στον οποίον θα καταποντιστούν οι κοινωνίες της θεσμοποιημένης ανισότητας μαζί με το ίδιο το λεηλατημένο περιβάλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου