ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΗΧ/ΚΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΗΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ & ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ



ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΗΧ/ΚΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΗΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ & ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

http://dpsd.tumblr.com/

http://radioblacksheep.blogspot.com

www.reactfestival.gr




Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Δρόμοι της εξέγερσης

Παρά την κατασυκοφάντησή τους, τα "Δεκεμβριανά" του 2008 ζουν μέσα στις καρδιές της νεολαίας που τα δημιούργησε. Και, παράλληλα, τροφοδοτούν τις πολιτικές επιστήμες με νέα παραδείγματα για το περιεχόμενο της εξέγερσης τον 21ο αιώνα.

Ενα χρόνο μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τη νεανική εξέγεση που αυτή πυροδότησε, το φάντασμα των «Δεκεμβριανών» του 2008 εξακολουθεί να πλανιέται πάνω από τη δημόσια ζωή.

Εστω κι αν αυτό δεν ομολογείται επίσημα, ό,τι έφερε στο φως με εκρηκτικό τρόπο ο περσινός Δεκέμβρης κρέμεται σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω από τους σχεδιαστές (και) της νέας κυβερνητικής πολιτικής.

Η γενικευμένη λαϊκή δυσφορία για την απαξίωση της μισθωτής εργασίας, τη δαρβινική εκκαθάριση των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων και τη συστηματική περιθωριοποίηση ενός μεγάλου τμήματος της νέας γενιάς, η αποξένωση της τελευταίας από τους «κανόνες» του πολιτικού παιχνιδιού, η (δυνάμει) γενικευμένη βίαιη αμφισβήτηση ενός ολόκληρου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος – όλα όσα τροφοδότησαν το πολυήμερο ξέσπασμα της περασμένης χρονιάς, κάθε άλλο παρά έχουν διασκεδαστεί από την «εκεχειρία» που ακολούθησε τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου.

Η αναμενόμενη δε εφαρμογή μιας σκληρής (κι έντονα αντιλαϊκής) οικονομικής πολιτικής, οποιαδήποτε δικαιολογία κι αν επικαλεστεί αυτή, πολλαπλασιάζει απλώς τα ενδεχόμενα μιας νέας (και πιθανότατα πολύ πιο άγριας) κοινωνικής έκρηξης. Κι αυτό, άσχετα από τη μορφή που θα πάρουν οι σημερινές κι αυριανές «επετειακές» διαδηλώσεις.

Οπως κάθε παρόμοια μνημονική τελετή, οι τελευταίες λογικά θα κινηθούν μεταξύ αναστοχασμού, επιβεβαίωσης μιας κινηματικής διαθεσιμότητας κι -ενδεχομένως- της διάθεσης ενός μέρους των διαδηλωτών να επαναλάβουν μηχανικά τις στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος που ανήκουν πλέον στην Ιστορία. «Ενα-δύο-τρία, πολλά Πολυτεχνεία» δεν ζητούσε άλλωστε ένα από τα δημοφιλή συνθήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς της Μεταπολίτευσης;

Σε αντίθεση όμως με άλλες νεανικές εκρήξεις των τελευταίων 35 χρόνων, ο Δεκέμβρης του 2008 είχε το «προνόμιο» να μην περάσει απλώς «από τη μνήμη στην καρδιά». Κάτι η έκταση κι η ένταση των γεγονότων, κάτι η μαζική συμμετοχή στην εξέγερση του «απασχολήσιμου» επιστημονικού προλεταριάτου των 500 ευρώ, κάτι η ριζοσπαστικοποίηση μιας μερίδας του δυναμικού των ελληνικών ΑΕΙ (που εδώ και κάμποσα χρόνια βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της αναμέτρησης με την πολιτική απαξίωσης του δημόσιου τομέα και παράδοσης των πάντων στην απόλυτη κυριαρχία των «νόμων της αγοράς»), η περσινή εξέγερση έγινε σχεδόν αμέσως αντικείμενο μελέτης στο εσωτερικό του πανεπιστημίου. Και μάλιστα όχι σαν «απόκλιση» από τη δέουσα κανονικότητα, που πρέπει να «διορθωθεί» ή να «προληφθεί», αλλά ως μια -σαφώς εξωθεσμική- μορφή άσκησης πολιτικής «από τα κάτω».

Από το πλήθος των κειμένων που έχουμε υπόψη, παρουσιάζουμε εδώ μια μεταπτυχιακή εργασία του Τμήματος Πολιτικών Σπουδών της Αθήνας, με θέμα την αντιμετώπιση της εξέγερσης από τους δυο βασικούς πυλώνες του πολιτικού μας συστήματος («Κόμματα, ΜΜΕ, κοινωνική διαμαρτυρία: η εξέγερση του Δεκεμβρίου 2008»). Συντάκτης της είναι ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος κι επιβλέπων καθηγητής ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης.

Η επιλογή μας αυτή καθορίστηκε από δυο λόγους.

Ο πρώτος είναι η έλλειψη μελετών πάνω στη «διαχείριση» της εξέγερσης από τους κεντρικούς πολιτικούς σχηματισμούς (ιδίως το ΠΑΣΟΚ) και τη διαπλοκή των τελευταίων με τα ΜΜΕ, ως μηχανισμούς (ανά)παραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ταυτότητα του συγγραφέα. Μέλος του Κ.Σ. της Νεολαίας ΣΥΝ, ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος έχει εδώ και μια τριετία στοχοποιηθεί από την ευρύτερη ακροδεξιά σαν ένας από τους βασικούς -υποτίθεται- «καθοδηγητές» της «ακροαριστερής βίας».

Την αφορμή έδωσε ένα άρθρο του στην «Αυγή» (21.6.2008), σχετικό με τις πιέσεις που δεχόταν -και τότε- ο ΣΥΡΙΖΑ από τα ΜΜΕ για να καταγγείλει «τη βία» του φοιτητικού κινήματος. Η δημοσίευσή του θεωρήθηκε τότε από την ακροδεξιά σαν «απόδειξη» της σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με την «κόκκινη βία», ακόμη και με τρομοκρατικές επιθέσεις. Στη διάρκεια του Δεκέμβρη τα σχετικά δημοσιεύματα πολλαπλασιάστηκαν, ιδίως στο Διαδίκτυο, προκαλώντας τη δημόσια απάντηση της Ν. ΣΥΝ (8.1.09).

Είναι φυσικά αδύνατο ν’ αναπαράγουμε εδώ ένα κείμενο 250 σελίδων κι 100.000 λέξεων. Θα περιοριστούμε, ως εκ τούτου, σε πέντε ενδεικτικά σημεία του.

Η εξέγερση

Η ίδια η συζήτηση για το χαρακτηρισμό των γεγονότων, θυμίζει ο κ. Παπαδάτος, συνδέεται άμεσα με τη στάση των συνομιλητών απέναντί τους: «Για ορισμένες εκδοχές δημόσιου λόγου, τα γεγονότα των ημερών δεν συνιστούν εξέγερση διότι δεν πρέπει να καταξιωθούν ως εξέγερση. Σε αντίθετη περίπτωση, οι ανεξέλεγκτοι ‘πλιατσικολόγοι’ θα πρέπει να νοούνται (σωστότερα: να νομιμοποιούνται) ως επαναστάτες, από κοινού με τα ηθικά καταξιωμένα ‘παιδιά’ - πράγμα ηθικά άτοπο».

Ως «χαρακτηριστικό στιγμιότυπο» του «τυπικά ηθικολογικού χαρακτήρα» που προσέλαβαν οι σχετικές αντιπαραθέσεις, παραθέτει την επίπληξη του Αλέκου Αλαβάνου από τον Γιάννη Πρετεντέρη, στο κεντρικό δελτίο του MEGA (10.12.08):

«Κύριε Αλαβάνε, όταν βγαίνετε χτες και μόνο εσείς από τους πολιτικούς αρχηγούς ερμηνεύετε ό,τι συμβαίνει ως μία κοινωνική εξέγερση της νεολαίας, λέτε στα παιδιά, τους χρίζετε εξεγερμένους, τους χρίζετε επαναστάτες. Και μαζί μ’ αυτούς έναν ολόκληρο κόσμο, ο οποίος μπαίνει από πίσω στις πορείες με τις κουκούλες και πάνε και διαλέγουνε γυαλιά στο πλιάτσικο. Αυτό σημαίνει το εξής, ότι νομιμοποιείτε μια σειρά από αντιδράσεις, τις οποίες δεν ελέγχετε όλες».

Παρόλες τις πολιτικά καθορισμένες αυτές αντιρρήσεις, διαβάζουμε, μια σειρά παράμετροι των «ταραχών» του Δεκέμβρη δικαιολογούν πλήρως την ερμηνεία τους ως εξέγερσης: (α) «η εξάπλωσή τους, γεωγραφική και κοινωνική», (β) «η έντασή τους», (γ) «η διάρκειά τους» (19 συνεχόμενες μέρες), (δ) «η πολύπλευρη στόχευσή τους και η υπέρβαση των ορίων του πολιτικού συστήματος που την χαρακτήρισε», (ε) «η αντιμετώπισή τους από τους μηχανισμούς του κράτους, κατασταλτικούς και ιδεολογικούς, συμπεριλαμβανομένης μιας σημαντικής μερίδας του πολιτικού συστήματος, της διανόησης, καθώς και παρακρατικών ομάδων», (στ) «ο αντίκτυπός τους στο εξωτερικό», και τέλος (ζ) «η αυτοκατανόηση-αυτοπαρουσίαση των συμμετεχόντων».

Η σημασία της τελευταίας δεν επικεντρώνεται στην αυτοαναγόρευση των διαδηλωτών σε εξεγερμένους, αφού «σε διαφορετικές συγκυρίες, τμήματα των κοινωνικών κινημάτων επιδεικνύουν συχνά μια ρητορική πλειοδοσία που δεν αποτελεί παρά προβολή της επιθυμίας στην πραγματικότητα», όσο στο περιεχόμενο της κινητοποίησης: «μια διάχυτη διάθεση σύγκρουσης με την κυβέρνηση και την αστυνομία, τα ΜΜΕ, τα επίσημα συνδικάτα, τα κόμματα, ενίοτε την Εκκλησία, και βεβαίως τα σύμβολα του πλούτου, που εκφράζεται και στο πεδίο των πρακτικών».

Τα υποκείμενα

«Είναι σαφές, τόσο από την κυρίαρχη παρουσία της νεολαίας, που συνιστά διαταξική κοινωνική κατηγορία, όσο και από την απουσία των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων (που θα καταγγείλουν οι καταληψίες της ΓΣΕΕ και που δεν θα εξισορροπήσουν ορισμένα πρωτοβάθμια σωματεία που θα πάρουν μέρος, κυρίως από το χώρο της εκπαίδευσης και της επισφαλούς εργασίας) ότι η εν εξελίξει σύγκρουση δεν έχει την μορφή ‘τάξη εναντίον τάξης’. Κανείς όμως δε θα μπορούσε να μνημονεύσει μια εξέγερση με αυτά τα χαρακτηριστικά οπουδήποτε στον κόσμο, τουλάχιστον κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια. Την ίδια στιγμή, κανείς δε θα μπορούσε και να αρνηθεί το εξίσου προφανές: ότι ένα ευρύτατο δυναμικό θέτει τον Δεκέμβριο -άλλοτε επιτακτικά και άλλοτε λιγότερο- το ζήτημα της ‘γενιάς των 700 ευρώ’, της πρώτης πιθανότατα γενιάς που θα ζήσει (ίσως ήδη ζει) με χειρότερους όρους από τους προκατόχους της.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, πλην του αντιεξουσιαστικού χώρου στις διάφορες εκφάνσεις του, που κυριαρχεί κατά τις πρώτες τρεις μέρες της εξέγερσης, λόγω και της μεγαλύτερης εξοικείωσής του με τα ρεπερτόρια των δυναμικών συγκρούσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ και η άκρα Αριστερά θα είναι οι μόνες οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις που θα επιχειρήσουν να συνδεθούν οργανικά με το κίνημα και θα βρίσκονται εξαρχής στους δρόμους. Πρόκειται για την ίδια διάταξη δυνάμεων που σημειώθηκε στην κοινωνική σύγκρουση του 2006-7, με επίδικο τότε την αναδιάρθρση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κατά την ίδια συλλογιστική, δεν είναι σαφώς τυχαίο ότι οι συστηματικές επιθέσεις που χαρακτηρίζουν τον Δεκέμβρη δεν έχουν στόχο π.χ. μετανάστες, αλλά σύμβολα της κρατικής βίας (κυρίως αστυνομικούς, αστυνομικά τμήματα και περιπολικά) και της καπιταλιστικής κερδοφορίας (κυρίως πολυκαταστήματα και τράπεζες)».

Το ΠΑΣΟΚ

Χαρακτηριστικό της στάσης του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην εξέγερση είναι μια «πολυφωνική» αμφισημία – για την ακρίβεια, μια «‘πολλαπλή εστίαση’, τυπική για ένα κόμμα που επιχειρεί να υλοποιήσει μια αντιπολιτευτική τακτική με ορίζοντα την κρατική διαχείριση (άρα, όπως συμβαίνει με το κράτος, να ‘μιλά παντού’)». Αυτή τη στρατηγική, οικειοποίησης του θύματος (και -κατόπιν εορτής- μερίδας των εξεγερμένων) επιβάλλει «συγκεκριμένες επιλογές»:

«Η πρώτη από αυτές είναι η καταγγελία της κυβέρνησης σε υψηλούς τόνους, χωρίς όμως να διατυπώνεται αίτημα για προσφυγή σε εκλογές, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ που θέτει το αίτημα αυτό. Σε συνέντευξή του, ο πρόεδρος του κόμματος θα τοποθετήσει την εκλογική αναμέτρηση ‘μέσα στους προσεχείς μήνες’, καθώς αυτό που προέχει για το ΠΑΣΟΚ ‘είναι το συντομότερο δυνατόν να επανέλθει η τάξη και ο έλεγχος στη χώρα, να αποκατασταθεί η ψυχραιμία και ο φιλειρηνικός, ο φιλήσυχος ελληνικός λαός να επικρατήσει ξανά στη χώρα’.

Η δεύτερη είναι η μη συμμετοχή στις κινητοποιήσεις της 6ης, 7ης και 8ης Δεκεμβρίου, στις οποίες καλεί η Αριστερά, και η διοργάνωση ξεχωριστών κινητοποιήσεων σε όλη τη χώρα στις 9 Δεκεμβρίου ‘ενάντια στη βία’. Στο ίδιο σκεπτικό εντάσσεται και η εναντίωση του κόμματος στις καταλήψεις σχολών και σχολείων, που θα εκφραστεί από διάφορα στελέχη του κόμματος (Α. Διαμαντοπούλου, Ευ. Βενιζέλος, Μ. Καρακλιούμη).

Η τρίτη σχετίζεται με την ερμηνεία των γεγονότων που ακολουθούν τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου. Το ΠΑΣΟΚ θα κάνει λόγο για ‘κοινωνική έκρηξη’, ‘διαβάζοντας’ σε αυτήν ‘άλλη μια απόδειξη αυτού του αδιεξόδου, οικονομικού, κοινωνικού, θεσμικού, μιας απαξίωσης και μιας αίσθησης απόλυτης ανασφάλειας του πολίτη’. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, θα επιχειρήσει να υποβαθμίσει την έκταση των βίαιων ταραχών, αποδίδοντάς τις σε μερικές εκατοντάδες ατόμων, σε περιθωριακές ομάδες και στο ‘δήθεν αναρχικό κίνημα’».

Υπήρξαν, φυσικά, και αποκλίσεις. Η Αννα Διαμαντοπούλου υποστήριξε π.χ. στη Βουλή (10.12) πως «υπάρχει ένα αυγό του φιδιού που τράφηκε μέσα στην Ελλάδα, μέσα στην ελληνική κοινωνία, μέσα στην πόλη της Αθήνας. Σήμερα βλέπουμε να έχει και άλλα παντού σε όλη τη χώρα. Αυτό το ‘σύστημα’ και όχι το κίνημα ανθρώπων που χρησιμοποιεί με τον πλέον απόλυτο τρόπο τη βία εναντίον του κράτους με αποτέλεσμα να διαλύεται η κοινωνική συνοχή».

Ο Νίκος Μπίστης, πάλι, θα αμφισβητήσει το διαχωρισμό μεταξύ των εξεγερμένων (14.12): «Δυστυχώς, συντρόφισσες και σύντροφοι, ούτε οι κινητοποιήσεις είναι στο σύνολό τους υγιείς, ούτε οι κουκουλοφόροι ελάχιστοι. Θα πάψει αυτό το παραμύθι, ότι είναι κάποιοι ελάχιστοι, προφανώς είναι δυο διαφορετικές κατηγορίες. Αλλά όποιος δεν βλέπει τη λειτουργία συγκοινωνούντων δοχείων είναι τυφλός».

Τα ΜΜΕ

«Σε αντίθεση με το Διαδίκτυο, που τον Δεκέμβριο αναδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλές εργαλείο προβολής απόψεων και μέσο κινητοποίησης (χάρη στο χαμηλό κόστος και τις απεριόριστες δυνατότητες εξατομίκευσης, καθώς και τη μη υπαγωγή του στο αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας που ορίζουν οι κανόνες του κράτους και της αγοράς), τα παραδοσιακά ΜΜΕ, στη συνάφειά τους με το κράτος και τα κόμματα του κράτους, ήταν σε θέση να επιτελέσουν έναν άλλο, κατά μία έννοια κεντρικότερο ρόλο: το ρόλο της ‘εθνοποίησης’. Να λειτουργήσουν δηλαδή ως κρατικοί (καθολικευτικοί) ιδεολογικοί μηχανισμοί για τις ανάγκες διαχείρισης της εξέγερσης.

Θα είναι έτσι τα μέσα ενημέρωσης -και όχι τα κόμματα- που θα αναλάβουν την ‘ευθύνη’ της αναγνώρισης της εξέγερσης, νοηματοδοτώντας την όμως κατά το δοκούν και συγκλίνοντας με τα κόμματα ως προς ένα τουλάχιστον – αλλά ζωτικής σημασίας: ότι ακόμα κι αν τα ‘Δεκεμβριανά’ του 2008 υπήρξαν ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, ακόμα και αν υφίσταντο πριν από αυτά όλες οι αιτίες ώστε οι νέοι (τουλάχιστον αυτοί) να είναι οργισμένοι, δε νομιμοποιείτο ηθικά η οργή και η διαμαρτυρία τους να επιφέρει ‘κραδασμούς’ και να διασπάσει την -ουδέτερη, κοινωνικά και πολιτικά- ενότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Πιο συγκεκριμένα, κόμματα και ΜΜΕ επιχειρούν τον Δεκέμβριο από κοινού να καταστήσουν:

α) τη δολοφονία του 15χρόνου μαθητή αντικείμενο εθνικού πένθους,

β) τον δράστη και το συνήγορό του αντικείμενο εθνικής καταδίκης και, ταυτόχρονα,

γ) την εξέγερση, ως συνολικό φαινόμενο, υποκείμενο εθνικής κρίσης, συνεπώς

δ) τη συναίνεση στην καταστολή της εθνικό χρέος.

Στην ίδια προοπτική εγγράφεται, μεταξύ άλλων, ο λόγος περί οργανωμένου σχεδίου (είτε κατά της Χώρας είτε κατά του Λαού: και οι δύο εγκλήσεις είναι ομόλογες, καθ’ όσον εξίσου ενοποιητικές και κατασταλτικές των διαφορών), ενώ ο μόνος πολιτικός χώρος που επιχειρεί να αναδείξει τις διαφορές και να προσδιορίσει με πολιτικούς όρους (δηλαδή συγκρουσιακά) το φαινόμενο στο σύνολό του, βάλλεται συστηματικά από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, τη συντριπτική πλειονότητα των εφημερίδων και των ΜΜΕ και μερίδα της διανόησης».

Οι αποδιοπομπαίοι

«Ο κατασταλτικός χαρακτήρας της εθνικής -ενίοτε μάλιστα και της δημοκρατικής- έγκλησης κατέληγε κωμικός όταν απευθυνόταν σε ομάδες νέων που αναρτούσαν πανό στη Ακρόπολη ή στο στούντιο της ΝΕΤ, ανακηρύσσοντάς τους ‘εχθρούς της Δημοκρατίας’. Η γενίκευση αυτής της έγκλησης, ωστόσο, είχε διόλου ευτράπελα αποτελέσματα στους συνήθεις διωκόμενους ‘έσω-εξωτερικούς εχθρούς’, τους μετανάστες. Η συμμετοχή τους στην εξέγερση, στοιχείο που διαφοροποιεί (από την άποψη της κοινωνικής του σύνθεσης) το ‘μπλοκ’ του Δεκεμβρίου από αυτό των καταλήψεων του 2006-7, έμελλε να τους καταστήσει τον ακόμα πιο αδύναμο κρίκο ενόψει της ανασυγκρότησης του κράτους, της (βίαιης) αποκατάστασης μιας ενότητας που τους χωράει με όλο και πιο απροσχημάτιστη δυσανεξία».

Εμπειρία δημοκρατικής συνειδητοποίησης

Το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ ήταν από τα πρώτα που ασχολήθηκαν με την εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη, εντάσσοντάς τη μελέτη της στο μεταπτυχιακό πρόγραμμά τους. Από τον επίκουρο καθηγητή Σπύρο Μαρκέτο, που είχε τη σχετική πρωτοβουλία, ζητήσαμε να σχολιάσει την όλη εμπειρία.

«Φυσικό ήταν η εξέγερση του Δεκέμβρη να προκαλέσει αρκετές συζητήσεις στο μεταπτυχιακό μας τμήμα. Οταν έπεσε η ιδέα να τήν εξετάσουμε, στο αμέσως επόμενο εξάμηνο, στο μάθημά μας για την ιστορία των πολιτικών ιδεών, όλα τα παιδιά ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Δούλεψαν όλο το εξάμηνο και σε πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες τους ανέλυσαν τις ιδεολογικές της διαστάσεις και τη σύνδεση των τελευταίων με τις πρακτικές της όψεις, τη συντηρητική απάντηση, τον λόγο ενάντια στην εξέγερση. Τελικά βγήκε, για όλους μας, ένα από τα πιο δημιουργικά κι ευχάριστα εξάμηνα.

Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι πρώτα πρώτα κατορθώσαμε, χάρη στο δημόσιο πανεπιστήμιο, να έχουμε αυτή την εμπειρία. Στις ημέρες μας, η συστηματική απαξίωση του πανεπιστήμιου από τις δυνάμεις της αγοράς και τους πολιτικούς της εκπροσώπους αποσκοπεί στη δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς μνήμη και οξυδέρκεια, έτοιμη να δεχτεί την πολιτική της πειθάρχηση και τη μέχρις εξαντλήσεως εκμετάλλευσή της από το κεφάλαιο. Στην οποία, δικαίωμα λόγου για τις κάθε λογής κινητοποιήσεις θα έχουν μόνον οι τηλεπαρουσιαστές, οι αστυνομικοί και οι καθώς πρέπει πολιτικοί.

Αντίθετα, στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ κάνουμε κάτι που θα ήταν αδιανόητο σ’ ένα πανεπιστήμιο εξαρτημένο από τις διαθέσεις ιδιωτών, διαφημιστών και χορηγών. Μέσα σ’ ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον δίνουμε έμφαση στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και στην προετοιμασία των παιδιών για τον ευμετάβλητο και δύσκολο κόσμο όπου θα βρεθούν μετά την αποφοίτησή τους. Η μελέτη των κινητοποιήσεων του Δεκέμβρη του 2008 ήταν για όλα αυτά μια πρώτης τάξης άσκηση, και συνάμα μια μοναδική εμπειρία δημοκρατικής συνειδητοποίησης».


Αποτιμήσεις της «βίας»

Οσο κι αν ο «Δεκέμβρης του 2008» δεν μπορεί να συρρικνώνεται αυθαίρετα σε μια απλή σειρά βίαιων επεισοδίων, άλλο τόσο είναι αδιανόητος χωρίς τη μαζική (συμβολική ή υλική) διάρρηξη της «νομιμότητας» από δεκάδες χιλιάδες πολίτες, ως επί το πλείστον νεαρής ηλικίας.

Μοιραία, λοιπόν, το φαινόμενο «της βίας» υπήρξε ένα από τα βασικά σημεία όπου στάθηκαν οι περισσότερες από τις εν θερμώ αναλύσεις της περσινής νεανικής εξέγερσης. Με αποτέλεσμα μια ευρύτατη γκάμα προσεγγίσεων, από την ανοιχτή αποδοκιμασία μέχρι την ερμηνευτική σκιαγράφηση του κοινωνικού πλαισίου που επικαθόρισε τις πρακτικές των διαδηλωτών.

Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου θα δει έτσι «στην πρωτοφανή βία του Δεκέμβρη» την «πλήρη ιδιωτικοποίηση των νέων πολιτικών υποκειμένων»: «Διαλύοντας τον κώδικα της ‘κοινής ευπρέπειας’, οι βίαιοι πρωταγωνιστές του Δεκέμβρη δεν έκαναν τίποτα άλλο πάρά να δηλώσουν περίτρανα την πίστη τους σ’ ένα ακραίο νεοφιλελεύθερο δόγμα: η σχέση του υποκειμένου με τις πράξεις του εξαντλείται στα ατομικά κίνητρα, στην επιθυμία του για δύναμη, στη μοναδολογική θέαση του κόσμου. [...] Ας θυμηθούμε, άλλωστε, πως όσα κινήματα έθεσαν τους πολιτικούς τους στόχους εκτός κράτους, εξουσίας και συστήματος, απλώς διευκόλυναν τον αυταρχικό κρατισμό και τη γενικευμένη καταστολή» («Σύγχρονα Θέματα» 103, σ.112-3 και «Νέα Εστία» 1819, σ.289-90).

Εξίσου αρνητικός απέναντι στην εξέγερση, ο Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος διαπιστώνει ότι «το δεκεμβριανό συνεχές» (ριζοσπαστικής αριστεράς κι αντιεξουσιαστικού χώρου) «έχει πίσω του μια ιστορία», με αφετηρία τα μαχητικά κοινωνικά κινήματα της προηγούμενης περιόδου: «Εδώ και κάμποσα χρόνια οι οργανωτές κινητοποιήσεων, συνδικαλιστικών ή πολιτικών, έχουν έστω και εμπειρικά συνειδητοποιήσει ότι μια ορισμένη δόση άσκησης έμμεσης ή και λιγότερο έμμεσης βίας και μια ορισμένη δόση του αντίστοιχου θεάματος της βίας, συντελεί σε ένα μεγαλύτερο αντίκτυπο και ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για την κινητοποίηση. Ειδικότερα μάλιστα η βία ως θέαμα εξασφαλίζει για την κινητοποίηση μια σίγουρη θέση στα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, πολλές φορές και πρώτο τραπέζι πίστα. Με άλλα λόγια η βία και το θέαμα συμβάλλουν στην επιτυχία μιας κινητοποίησης, καθιστώντας την υπολογίσιμο γεγονός» («Νέα Εστία», όπ.π., σ.2801).

Στη δική του παρέμβαση, ο Νικόλας Σεβαστάκης θα απομυθοποιήσει αντίθετα την εικόνα αποκάλυψης που κατασκεύασαν τα ΜΜΕ κι αποδέχθηκαν ασυζητητί οι περισσότεροι αναλυτές: «Η αντικειμενική βία που εκλύεται από την πολεοδομική ‘ανάπτυξη’ των περισσότερων αστικών κέντρων αυτής της χώρας – βία εναντίον της μητέρας, του πεζού, του ηλικιωμένου, του διαβάτη – είναι μη συγκρίσιμη με το κάψιμο κάποιων αυτοκινήτων στη διάρκεια συγκρούσεων. Αυτό δεν σημαίνει ποινική ασυλία ή δικαιολόγηση μιας τέτοιας πρακτικής. Αποκαθιστά απλώς τη στοιχειώδη τάξη της συζήτησης σχετικά με τις απειλές που αντιμετωπίζει η καθημερινή ζωή των πολιτών» (όπ.π., σ.309).

Διευρύνοντας τη συζήτηση, η Κατερίνα Λαμπρινού κι ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης θυμίζουν το υλικό υπόβαθρο της «σύγκρουσης γενιών» που αποκάλυψε ο Δεκέμβρης: «Η διογκούμενη πραγματική ανισότητα καθίσταται πρόδηλη ιδίως για τους νέους, ακριβώς λόγω των δυσμενών όρων ένταξης μιας ολόκληρης γενιάς στην εργασιακή διαδικασία – όροι που μάλιστα εφαρμόζονται ‘πιλοτικά’ στους νεότερους (επισφαλής εργασία, ελαστικά ωράρια, απουσία προνοιακής κάλυψης, επιμήκυνση των ορίων συνταξιοδότησης), αντιπαραθέτοντάς τους αντικειμενικά προς τους ‘μεγαλύτερους’, οι οποίοι ακόμη απολαμβάνουν τις σχετικές κατακτήσεις» (όπ.π., σ.230-2).

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος θα σταθεί τέλος σ’ ένα επιμέρους συμβάν (τη μετατροπή σε οδόφραγμα της προτομής του Κώστα Περρίκου, του αντιστασιακού που το 1942 ανατίναξε τα γραφεία της ναζιστικής ΕΣΠΟ με δεκάδες θύματα) για να τονίσει τη σχετικότητα της «καταδίκης της βίας»:

«Τη βία την καταδικάζουμε όταν μας φαίνεται αδικαιολόγητη. Οταν μας φαίνεται δικαιολογημένη, επειδή απέναντί μας έχουμε εχθρούς, όχι απλώς την αποδεχόμαστε αλλά και τιμούμε σαν ήρωες τους ανθρώπους που χρησιμοποίησαν βία. Στην Ελλάδα, με το παραπάνω μάλιστα. Οι περισότεροι ήρωές μας είναι πολεμιστές.

Εν κατακλείδι: η καταδίκη της βίας τελεί υπό την αίρεση του άδικου χαρακτήρα της βίαιης πράξης. Ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως άδικης είναι θέμα ιδεολογικό. Η αξίωση του κατεστημένου να συμφωνήσουμε όλοι σε αυτό το μείζον ιδεολογικό ζήτημα είναι με το ζόρι εκμαίευση πολιτειακής νομιμοφροσύνης» («Σύγχρονα Θέματα», όπ.π., σ.110-1).


ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Πανοπτικόν

(τχ. 12, 1.2009)

Το πρώτο περιοδικό που ασχολήθηκε εκτεταμένα με το Δεκέμβρη, με κείμενα θετικά διακείμενα προς την εξέγερση. Ανάμεσά τους το άρθρο του Ακη Γαβριηλίδη «Γιατί είμαι με τους κουκουλοφόρους», που πρωτοκυκλοφόρησε διαδικτυακά στη διάρκεια των γεγονότων.

Σύγχρονα Θέματα

(τχ. 103, 10-12.2008)

«Απόπειρα κατανόησης» του Δεκέμβρη, ρητά οριοθετημένη «έναντι του αποτροπιασμού και της εξιδανίκευσης». Ξεχωρίζουμε το άρθρο του Ματθαίου Τσιμιτάκη «Εξέγερση και Διαδίκτυο», την αναπαραγωγή ενός δείγματος πολιτικών ντοκουμέντων της εξέγερσης και το διάλογο πανεπιστημιακών περί «βίας».

Νέα Εστία

(τχ. 1813, 2.2009)

Εκτενές πολυφωνικό αφιέρωμα, με κεντρικό τίτλο «Τι συνέβη τον Δεκέμβριο 2008;» και απόψεις που κυμαίνονται από τη θετική αποτίμηση ώς την ολοκληρωτική καταδίκη της νεανικής εξέγερσης.

Τα παιδιά της γαλαρίας

(τχ. 14, 10.2009)

Αφιέρωμα στα γεγονότα από αντιεξουσιαστική σκοπιά. Ξεχωρίζουμε το «χρονικό ενός μακρόσυρτου Δεκέμβρη», την αναλυτικότερη διαθέσιμη καταγραφή της εξέγερσης και των κινητοποιήσεων του επόμενου εξαμήνου που αποτέλεσαν «προέκτασή» της.

BlauΜachen

(τχ. 3, καλοκαίρι 2009)

Ανάλογη εξαιρετική δουλειά σε αναρχοκομμουνιστικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης.

Spyros Economides – Vassilis Monastoiriotis (eds)

«The return of street politics? Essays on the December riots in Greece»

(London School of Economics – The Hellenic Observatory, Λονδίνο 2009)

Απόπειρα «ευρέως και ανοικτού διαλόγου» για τη δεκεμβριανή εξέγερση, με συμμετοχή ελλήνων και ξένων πανεπιστημιακών και δημοσιογράφων. Με λιγοστές εξαιρέσεις, ωστόσο, το αποτέλεσμα αντανακλά κυρίως τον πανικό μιας συγκεκριμένης ελίτ απέναντι στο «σοκαριστικό» και «φρικαλέο» θέαμα της αναγέννησης του «πεζοδρομίου», που μπλοκάρει τον «αναγκαίο εκσυγχρονισμό» της χώρας.

Πηγή:Ιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου