του Γιώργου Ρούση, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
(άρθρο στην εφημερίδα ελευθεροτυπία, 6/11/09)
Οι αράδες που ακολουθούν δεν προέρχονται ούτε από κάποιον κριτικό κινηματογράφου ούτε από κάποιον ιστορικό αλλά από έναν Έλληνα πολίτη που ανήκει και συνειδητά τάσσεται με το μέρος των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου, και ο οποίος θεωρεί ότι αυτός θα συνεχίζεται παντού και πάντοτε με διάφορες μορφές, όσο η κοινωνία θα διαχωρίζεται σε αντιμαχόμενες τάξεις. Γιατί σε αντίθεση από τι επιδιώκει να περάσει στον θεατή το ‘’Ψυχή βαθιά’’, ο εμφύλιος, όπως άλλωστε ο κάθε εμφύλιος στην Ιστορία, είχε νικητές και ηττημένους. Και στην προκειμένη περίπτωση, οι νικητές ήταν η ντόπια και ξένη αστική τάξη και οι συνεργάτες των κατακτητών – αρχικά Γερμανών και στη συνέχεια Αγγλοαμερικανών –και ηττημένοι, το λαϊκό κίνημα και το κίνημα της εθνικής αντίστασης.
Και μάλιστα, αυτοί οι ηττημένοι, για χρόνια ολόκληρα υπέστησαν δολοφονίες, βασανιστήρια, τις πιο άγριες διώξεις… έναν εκδημοκρατισμό πού σήμαινε ‘’ο υπουργός Δικαιοσύνης να κρίνει την αύξησιν ωρών προαυλισμού’’ και που ακόμη και τώρα πληρώνουν τις συνέπειες της τότε ήττας τους.
Ακόμη, κάτι που σκόπιμα αποφεύγουν να παρουσιάσουν οι σεναριογράφοι του ‘’Ψυχή Βαθιά’’, η δημιουργία του ΔΣΕ ήταν απόρροια του αδυσώπητου, άγριου διωγμού των αγωνιστών του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, του ΕΛΛΑΣ, ‘’που ένα χώρο να σταθούνε ζητήσανε, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία’’, παρόλο που εκείνοι είχαν σηκώσει το βάρος του απελευθερωτικού αγώνα.
Αλλά και ο αγώνας του ΔΣΕ δεν ήταν όπως τον παρουσιάζει το φιλμ, αγώνας άσχετων, παραπλανημένων από τους ηγέτες τους πιτσιρικάδων που είχαν απαχθεί, δεν ήταν αγώνας άβουλων μορμόνων, αλλά αγώνας σωτηρίας, και ταυτόχρονα αγώνας για μια καλύτερη ζωή, αγώνας για μια λεύθερη από ντόπια και ξένα αφεντικά, αγώνας για μια λαοκρατούμενη Ελλάδα.
‘’Με τ’ άρματα του δίπλα / νειρεύονται βαθιά /πως βγήκε νιο φεγγάρι /σφυροδρέπανο’’.
Και τον αγώνα αυτό, δεν τον αντιμετώπιζαν με το πιο αβυσσαλέο μίσος μόνον οι κακοί Αμερικάνοι, αλλά και η ελληνική αστική τάξη και οι στρατιωτικοί της εκπρόσωποι, τους οποίους το έργο εμφανίζει σχεδόν αντιστεκόμενους στα κελεύσματα των ξένων, ακριβώς για να κρύψει το βαθιά ταξικό χαρακτήρα αυτού του πολέμου.
Δεν πρόκειται για έργο ιστορικού, αλλά για μυθοπλασία, που πλάστηκε στην βάση μακρόχρονων ιστορικών ερευνών – τόσο σοβαρών που ακόμη και ο τίτλος που επιλέχθηκε γι’ αυτό, δηλαδή το ‘’Ψυχή βαθιά’’, να είναι σύνθημα του ΕΛΛΑΣ και όχι του ΔΣΕ – δήλωσε σε μύριους τόνους ο αυτοπροσδιοριζόμενος αριστερός σκηνοθέτης. Να όμως, που αυτή η μυθοπλασία έρχεται να αναθεωρήσει την ιστορική πραγματικότητα, να την παραποιήσει και τελικά να την ανατρέψει.
Εντάσσεται έτσι, συνειδητά ἠ ασυνείδητα, σε μια ευρύτερη διεθνή προσπάθεια ξαναγραψίματος της ιστορίας με στρογγυλέματα γωνιών, είτε αυτές αφορούν την ναζιστική θηριωδία είτα το ολοκαύτωμα… είτα το ‘’συνωστισμό’’ στα παράλια της Σμύρνης… και τελικά την κινητήριο της ιστορίας πάλη, ανάμεσα στα αφεντικά και στης γης τους κολασμένους, με απώτερο στόχο να αποτραπεί η κορύφωσή της και να μην πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.
Και όταν γι’ αυτή την ιστορική αναθεώρηση ανάγονται σε ερμηνευτικό εργαλείο οι διαπροσωπικές σχέσεις και χρησιμοποιείται αφειδώς το συναίσθημα, και πιο αγνές μορφές αγάπης, όπως εκείνη ανάμεσα στη μάνα και τα παιδιά της, η αγάπη ανάμεσα σε αδέλφια, ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέα παιδιά, που όταν θρυμματίζονται κανέναν δεν αφήνουν ασυγκίνητο, τότε το όλο εγχείρημα, πέραν του ότι επιβάλλεται να καταδικαστεί πολιτικά, όπως άλλωστε έπραξε προς τιμήν της σύσσωμη η αριστερά, θα πρέπει να απαξιωθεί και ηθικά.
Οι αράδες που ακολουθούν δεν προέρχονται ούτε από κάποιον κριτικό κινηματογράφου ούτε από κάποιον ιστορικό αλλά από έναν Έλληνα πολίτη που ανήκει και συνειδητά τάσσεται με το μέρος των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου, και ο οποίος θεωρεί ότι αυτός θα συνεχίζεται παντού και πάντοτε με διάφορες μορφές, όσο η κοινωνία θα διαχωρίζεται σε αντιμαχόμενες τάξεις. Γιατί σε αντίθεση από τι επιδιώκει να περάσει στον θεατή το ‘’Ψυχή βαθιά’’, ο εμφύλιος, όπως άλλωστε ο κάθε εμφύλιος στην Ιστορία, είχε νικητές και ηττημένους. Και στην προκειμένη περίπτωση, οι νικητές ήταν η ντόπια και ξένη αστική τάξη και οι συνεργάτες των κατακτητών – αρχικά Γερμανών και στη συνέχεια Αγγλοαμερικανών –και ηττημένοι, το λαϊκό κίνημα και το κίνημα της εθνικής αντίστασης.
Και μάλιστα, αυτοί οι ηττημένοι, για χρόνια ολόκληρα υπέστησαν δολοφονίες, βασανιστήρια, τις πιο άγριες διώξεις… έναν εκδημοκρατισμό πού σήμαινε ‘’ο υπουργός Δικαιοσύνης να κρίνει την αύξησιν ωρών προαυλισμού’’ και που ακόμη και τώρα πληρώνουν τις συνέπειες της τότε ήττας τους.
Ακόμη, κάτι που σκόπιμα αποφεύγουν να παρουσιάσουν οι σεναριογράφοι του ‘’Ψυχή Βαθιά’’, η δημιουργία του ΔΣΕ ήταν απόρροια του αδυσώπητου, άγριου διωγμού των αγωνιστών του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, του ΕΛΛΑΣ, ‘’που ένα χώρο να σταθούνε ζητήσανε, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία’’, παρόλο που εκείνοι είχαν σηκώσει το βάρος του απελευθερωτικού αγώνα.
Αλλά και ο αγώνας του ΔΣΕ δεν ήταν όπως τον παρουσιάζει το φιλμ, αγώνας άσχετων, παραπλανημένων από τους ηγέτες τους πιτσιρικάδων που είχαν απαχθεί, δεν ήταν αγώνας άβουλων μορμόνων, αλλά αγώνας σωτηρίας, και ταυτόχρονα αγώνας για μια καλύτερη ζωή, αγώνας για μια λεύθερη από ντόπια και ξένα αφεντικά, αγώνας για μια λαοκρατούμενη Ελλάδα.
‘’Με τ’ άρματα του δίπλα / νειρεύονται βαθιά /πως βγήκε νιο φεγγάρι /σφυροδρέπανο’’.
Και τον αγώνα αυτό, δεν τον αντιμετώπιζαν με το πιο αβυσσαλέο μίσος μόνον οι κακοί Αμερικάνοι, αλλά και η ελληνική αστική τάξη και οι στρατιωτικοί της εκπρόσωποι, τους οποίους το έργο εμφανίζει σχεδόν αντιστεκόμενους στα κελεύσματα των ξένων, ακριβώς για να κρύψει το βαθιά ταξικό χαρακτήρα αυτού του πολέμου.
Δεν πρόκειται για έργο ιστορικού, αλλά για μυθοπλασία, που πλάστηκε στην βάση μακρόχρονων ιστορικών ερευνών – τόσο σοβαρών που ακόμη και ο τίτλος που επιλέχθηκε γι’ αυτό, δηλαδή το ‘’Ψυχή βαθιά’’, να είναι σύνθημα του ΕΛΛΑΣ και όχι του ΔΣΕ – δήλωσε σε μύριους τόνους ο αυτοπροσδιοριζόμενος αριστερός σκηνοθέτης. Να όμως, που αυτή η μυθοπλασία έρχεται να αναθεωρήσει την ιστορική πραγματικότητα, να την παραποιήσει και τελικά να την ανατρέψει.
Εντάσσεται έτσι, συνειδητά ἠ ασυνείδητα, σε μια ευρύτερη διεθνή προσπάθεια ξαναγραψίματος της ιστορίας με στρογγυλέματα γωνιών, είτε αυτές αφορούν την ναζιστική θηριωδία είτα το ολοκαύτωμα… είτα το ‘’συνωστισμό’’ στα παράλια της Σμύρνης… και τελικά την κινητήριο της ιστορίας πάλη, ανάμεσα στα αφεντικά και στης γης τους κολασμένους, με απώτερο στόχο να αποτραπεί η κορύφωσή της και να μην πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.
Και όταν γι’ αυτή την ιστορική αναθεώρηση ανάγονται σε ερμηνευτικό εργαλείο οι διαπροσωπικές σχέσεις και χρησιμοποιείται αφειδώς το συναίσθημα, και πιο αγνές μορφές αγάπης, όπως εκείνη ανάμεσα στη μάνα και τα παιδιά της, η αγάπη ανάμεσα σε αδέλφια, ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέα παιδιά, που όταν θρυμματίζονται κανέναν δεν αφήνουν ασυγκίνητο, τότε το όλο εγχείρημα, πέραν του ότι επιβάλλεται να καταδικαστεί πολιτικά, όπως άλλωστε έπραξε προς τιμήν της σύσσωμη η αριστερά, θα πρέπει να απαξιωθεί και ηθικά.
1) Μια αντιπολεμική ταινία δεν μπορεί να παρουσιάζει "νικητές" και "ηττημένους" γιατί αυτοαναιρείται.
ΑπάντησηΔιαγραφή2) Όποιος έχει σκοτώσει δεν υπάρχει περίπτωση να θεωρεί τον εαυτό του "νικητή" εκτός κι αν είναι συνειδητά μισάνθρωπος (ή διεστραμμένα αλτρουιστής).
Δεν θέλω να υπερασπιστώ την ταινία αλλά είναι απλά μια ταινία που προφανής σκοπός της είναι η συγκίνηση. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για τα γεγονότα του εμφυλίου ας ανοίξει δύο-τρία-τέσσερα ιστορικά βιβλία να ξεστραβωθεί.
Γκρι