Στο κείμενο αυτό θα μιλήσω για το ξεκίνημα ενός σημαντικού δημιουργού, καινοτόμου σκηνοθέτη, που οι ταινίες του ξεχωρίζουν για τη φιλοσοφημένη τους οπτική, για τις περιπέτειες στις οποίες υποβάλλει τον άνθρωπο σαν άλλος θεός, για την ενδελεχή περιγραφή της ανθρώπινης αγωνίας, τη σουρεαλιστική προσέγγιση και την εξωτική τους ποιότητα.
Κάθε νέο έργο κι ένας τιτάνιος αγώνας. Ανεβάζει ένα τεράστιο καράβι πάνω στα βουνά του Περού. Πετάει με αερόστατο πάνω από το τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Ξεκινάει χειμώνα από το Μόναχο και διασχίζοντας χιονισμένα βουνά πηγαίνει στο Παρίσι για να δείξει το βαθύ σεβασμό του στη Λότε Άισνερ που κείτεται ετοιμοθάνατη στο νοσοκομείο. Σε όλη του τη ζωή επιμένει να πραγματοποιεί το αδύνατο και όπως οι ήρωές του, ο Στρόζεκ, ο Φιτζκαράλντο, ο Αγκίρε, ο Τρέντγουελ στο Grizzly Man, πασχίζει διαρκώς να υπερβεί την ίδια την έννοια του ορίου. Άνθρωπος της παραφοράς που γνωρίζει όμως καλά ότι η κάθε στιγμή αγωνίας και σκληρής ταλαιπωρίας στην οποία υποβάλλεται θα αποτυπωθεί πάνω στο σελιλόιντ. Παλεύει να καταλάβει, να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση, τη σκοτεινή πλευρά της, τους δαίμονες που βασανίζουν τον άνθρωπο, την κόλασή του, τους λόγους που τον οδηγούν στο ξεπέρασμα των ορίων του. Αναζητάει διαρκώς το ακατόρθωτο, το αδύνατο. Γύρισε ταινίες σε όλες σχεδόν τις ηπείρους, όμως το έργο του ξεκίνησε εδώ στα νησιά του Αιγαίου κοντά 40 χρόνια πριν.
Ήχος-μοτέρ-κλακέτα-πάμε…
1ος αφηγηματικός κύκλος
Σκηνή: (Πλάνο γενικό, εξωτερικό, ημέρα) Άνω Βαυαρία, 5 Σεπτεμβρίου του 1942, γεννιέται ο Βέρνερ Χέρτσογκ. (Ηχητική μπάντα: εκρήξεις βομβών που πέφτουν από συμμαχικά αεροπλάνα). Όταν φτάνει στην ηλικία των 13 ετών, η οικογένεια μετακομίζει στο Μόναχο. Στο σπίτι που θα νοικιάσουν κατοικεί κι ένας ιδιότροπος και βασανισμένος νεαρός ο οποίος αργότερα θα γίνει (ζουμ-ιν, κοντινό στο πρόσωπο), ο Αγκίρε, ο Φιτζκαράλντο, ο Νοσφεράτου, ο Κόμπρα Βέρντε στις ταινίες του Χέρτσογκ: «Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού μάζευε όλους τους λιμοκτονούντες καλλιτέχνες από το δρόμο, όπου μια ημέρα βρήκε και τον Κλάους Κίνσκι» θυμάται ο Χέρτσογκ. «Ζήσαμε στον ίδιο όροφο κοντά τρεις μήνες». (cut)
Σκηνή: (Λήψη από ντόλμπι ή γερανό) Μόναχο: στο Σβάμπινγκ, στον Αγγλικό Κήπο, στην Τούρκενστράσσε, στις όχθες του Νέκαρ, η μουσική και τα συγκροτήματα της ροκ ξεσηκώνουν τη νεολαία. Όλοι συγκεντρώνονται εδώ για να χαλαρώσουν, να καπνίσουν μαριχουάνα και να λικνιστούν στους ψυχεδελικούς ήχους (μουσική μπάντα: In-a-gada-da-vida). (cut)
Σκηνή: Οι χίπις έρχονται από παντού, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Σαν Φραντσίσκο, το Άμστερνταμ, το Βερολίνο, τη Χριστιανία και τη Σουηδία. Χιλιάδες «παιδιά των λουλουδιών» με ξέπλεκα μαλλιά περνούν από το Μόναχο καθ’ οδόν προς το νότο. Νέοι άνθρωποι από διαφορετικά μέρη του πλανήτη που στρέφονται ενάντια στον κομφορμισμό και την αλλοτρίωση, ενάντια στο κυνήγι της καριέρας και του χρήματος, ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις των συντηρητικών κοινωνιών, ενάντια στο καθιερωμένο μοντέλο οικογενειακής ζωής. (cut)
2ος αφηγηματικός κύκλος
Σκηνή: Πολύ νωρίς ο Βέρνερ αρχίζει τα ταξίδια με οτοστόπ. Ταξιδεύει με ελάχιστα χρήματα, συχνά περπατάει ατέλειωτες ώρες προς το νότο, τον συνήθη προορισμό. Πρώτα πηγαίνει στην πατρίδα της μητέρας του, τη Γιουγκοσλαβία, μετά στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών. “Στα ελληνικά νησιά” ήταν το σύνθημα των νέων. Ζωή στο φτωχό Νότο, κοντά σε αληθινούς ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για το χρήμα, δεν έχουν μάθει στο κυνήγι του, παρά ζουν με τα ελάχιστα αναγκαία καλλιεργώντας μικρά χωράφια, ψαρεύοντας και κάνοντας έρωτα. (cut)
Σκηνή: Μάταλα-Κρήτη. Τρία τεράστια όρνεα πετούν πάνω από τους λόφους. (Τράβελινγκ ανάμεσα στον κόσμο). Στο εντυπωσιακό τοπίο της Κόκκινης Παραλίας με τους ασπροκίτρινους βράχους, ο Τζούλιαν Μπεκ με το θίασο του Living Theater προετοιμάζουν παράσταση της «Μήδειας». Στο καφέ Mermaid ο Μπομπ Ντύλαν πίνει τον καφέ του και γρατζουνάει την κιθάρα του, αντίκρυ στις σπηλιές η Τζόνι Μίτσελ και ο Κιθ Ρίτσαρντς γράφουν στίχους, εκατοντάδες νέοι άνθρωποι ξαπλωμένοι στην αμμουδιά συζητούν, φουμέρνουν μαριχουάνα, διαβάζουν, κάνουν έρωτα, πειραματίζονται με ψυχοτρόπες ουσίες, κάνουν εμπειρίες με χημικά παραισθησιογόνα, χρησιμοποιούν LSD σαν διευρυντικό του εγκεφάλου και σαν μέσο απελευθέρωσης, δοκιμάζουν πεγιότλ, γιαχέ, μανιτάρια, ιβογκαΐνη, ντατούρα, ανιχνεύοντας ζώνες του ασυνείδητου που βρίσκονται στο σκοτάδι. Ο Βέρνερ γοητεύεται από την αμεσότητα της πολύχρωμης ζωής εκατοντάδων νεαρών Ευρωπαίων και Αμερικάνων που έχουν φύγει από τις βιομηχανικές μητροπόλεις και ζουν σαν τρωγλοδύτες στις σπηλιές αρνούμενοι να ακολουθήσουν την ανούσια ζωή των γονιών τους. (cut)
Περιπλανώμενος στα νησιά του Αιγαίου ο Βέρνερ Χέρτσογκ ωρίμασε κινηματογραφικά. Βλέποντας χώρους και γνωρίζοντας ανθρώπους στην ουσία έκανε το ρεπεράζ για τις δυο πρώτες του ταινίες.
“Τελευταίες Λέξεις”
Σύνοψη: Ταινία μικρού μήκους για τον καλύτερο λυράρη της Κρήτης που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, και όταν το κολαστήριο καταργήθηκε και έφυγαν από εκεί όλοι οι λεπροί, εκείνος έμεινε μόνος στο νησί αρνούμενος να γυρίσει πίσω στον πολιτισμό. Τρεφόταν με αγριόχορτα, αγκάθια και σαύρες και έπαιζε τη λύρα του. Όταν οι αρχές τον έφεραν πίσω δια της βίας, κλείστηκε στο σπίτι του αρνούμενος να μιλήσει και εκφραζόταν μόνο με τη μουσική του. Η ταινία τελειώνει με κοντινό πλάνο στο πρόσωπο και στα χέρια του οργανοπαίκτη που μιλάει στο φακό:
«Όχι, δεν λέω τίποτα… τελείωσα… έτσι γουστάρω… τελευταία μου λέξη…» Μαύρη αμόρσα.
Off ακούγεται η μαντινάδα: «Ο Ψηλορείτης καίγεται, και ποιος θα ντόνε σβήσει…».
“Σημείο Ζωής”
Ο Βέρνερ για τα γυρίσματα πηγαίνει στην Κω, όπου ο παππούς του Ρούντολφ Χέρτσογκ, γνωστός αρχαιολόγος, είχε ανασκάψει και αποκαλύψει το Ασκληπιείο στις αρχές του αιώνα. Το σενάριό του το έχει βασίσει σε μια νουβέλα του Achim von Arnim, που περιγράφει την ιστορία ενός στρατιώτη στη διάρκεια του επταετούς πολέμου και ο Βέρνερ τη μετέφερε χρονικά στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου.
Σύνοψη: Ο Γερμανός αλεξιπτωτιστής Στρόζεκ που τραυματίστηκε στη Μάχη της Κρήτης, ανέρρωσε και πηγαίνει με φύλλο πορείας στην κατεχόμενη από τους ναζί Κω. Ο Στρόζεκ συνοδεύεται από την ελληνίδα σύζυγό του Νόρα. Παρουσιάζεται στη μονάδα του που εδρεύει στο παλιό κάστρο της Nερατζιάς στην είσοδο του λιμανιού, εκεί υπηρετούν δύο ακόμη στρατιώτες, ο Μπέκερ και ο Μάινχαρτ, και φυλούν μια αποθήκη πυρομαχικών.
Οι τρεις άντρες μην έχοντας τι άλλο να κάνουν περνούν τον καιρό τους με ανιαρές συζητήσεις, περιφέρονται στους οχυρωματικούς περιβόλους, ανεβαίνουν στους κυκλικούς πύργους και στους ογκώδεις προμαχώνες, κοιτάζουν κάτω την πόλη από τις επάλξεις και τις κανονιοθυρίδες. Βάφουν οικήματα, αρμέγουν τις κατσίκες. Όλα επιτελούνται αργά και ήσυχα. Ο καυτός ήλιος, η ανία, η βαρεμάρα, η αδράνεια των τεσσάρων ενοίκων του κάστρου.
(Ήχος από τσιριχτά τερετίσματα τζιτζικιών).
Ο Στρόζεκ διαβάζει τις αρχαίες επιγραφές που βρίσκονται εντοιχισμένες στα τείχη του κάστρου. (Ηχητική μπάντα: μελωδία του Chopin στο πιάνο).
Περιγραφή των ανούσιων, βαριεστημένων ωρών και ημερών με πλαν σεκάνς. Η ζωή των στρατιωτών που εν καιρώ πολέμου δεν αντιμετωπίζουν εχθρό.
Κοντινές λήψεις: Η Νόρα κάνει ηλιοθεραπεία, ο Μπέκερ προσπαθεί με ένα κομμάτι κιμωλίας να υπνωτίσει ένα κοτόπουλο (η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται στο Kasper Hauser) και ο Μάινχαρτ, κατασκευάζει μια κατσαριδοπαγίδα. (Μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου)
Ο Στρόζεκ αρχίζει να δυσανασχετεί από τη βαρεμάρα και την απραξία, προσπαθεί πηγαίνοντας περιπολίες στο νησί να ανακαλύψει κάποια ενδιαφέροντα. Σε μια τέτοια περιπολία φτάνει σε μια κοιλάδα γεμάτη ανεμόμυλους όπου χάνει τα μυαλά του και αρχίζει να πυροβολεί τους μύλους. Τον σταματάει ο συμπολεμιστής του Μάινχαρτ που τον πηγαίνει σηκωτό πίσω στο κάστρο. Την επόμενη μέρα, όταν ο υπεύθυνος αξιωματικός μαθαίνει τι πήγε να κάνει ο Στρόζεκ, αποφασίζει να τον στείλει πίσω στη Γερμανία. Ο Στρόζεκ παίρνει το όπλο του, διώχνει από το κάστρο τη γυναίκα και τους συντρόφους του, κλείνεται μόνος του μέσα και απειλεί να ανατινάξει την αποθήκη με τα πυρομαχικά. Ρίχνει φωτοβολίδες και πυροβολεί προς την πόλη ενώ απειλεί ότι θα χρησιμοποιήσει και βόμβες για να την καταστρέψει.
(Ηχητική μπάντα: πυροβολισμοί, εκρήξεις από ρουκέτες, βόμβες που σκάνε)
Στο τέλος οι σύντροφοί του στρατιώτες κατορθώνουν να τον αφοπλίσουν.
Σβήσιμο εικόνας σε μαύρη αμόρσα, πέφτουν οι τίτλοι του ΤΕΛΟΥΣ…
Οι δυσκολίες των γυρισμάτων της ταινίας “Σημείο Ζωής” πέρασαν στο θρύλο. Λέγεται πως, όταν ένας Έλληνας στρατιωτικός θέλησε να εμποδίσει μια ζωτικής σημασίας σκηνή, ο Χέρτσογκ απείλησε ότι θα πυροβολούσε όποιον τολμούσε να σταματήσει το γύρισμα. Η ταινία κέρδισε το αργυρό βραβείο στο φεστιβάλ του Βερολίνου το 1968 και υμνήθηκε από την κριτικό Λότε Άισνερ για την έμπνευσή της."
***Στο δικτυακό τόπο http://www.youtube.com/watch?v=Vi1Z9lcMNss, μπορείτε να δείτε την ταινία του Βέρνερ Χέρτσογκ: “Τελευταίες Λέξεις” (Letzte Worte, 1968)