Οπως είναι γνωστό, μια και το επαναλαμβάνουν συνεχώς οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, ο τουρισμός αποτελεί τη «βαρειά βιομηχανία» μας.
Και αυτό, γιατί με την αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής που έφερε η ένταξή μας στην Ε.Ε. (την οποία κάποιοι, ακόμη και δηλώνοντες αριστεροί, θεωρούν μάλιστα εθνοσωτήρια!), σήμερα δεν διαθέτουμε σημαντική βιομηχανία -ούτε βαρειά ούτε ελαφριά- ενώ ο αγροτικός τομέας συρρικνώνεται συνεχώς και οι τέως αγρότες συνωστίζονται και αυτοί στις υπηρεσίες και τα αστικά κέντρα.1 Και, φυσικά, ο τουρισμός δέχεται βαρύ πλήγμα εφέτος από την κρίση, που θα έχει αντίκτυπο σε όλη την υπόλοιπη οικονομία, αποδεικνύοντας, όπως από χρόνια προειδοποιούσαμε από τη στήλη αυτή, τον αστάθμητο χαρακτήρα αυτής της μορφής εσόδων, που εξαρτάται απόλυτα από συγκυριακούς οικονομικούς παράγοντες και -σύντομα- και από παράγοντες μονιμότερου χαρακτήρα, τους κλιματικούς, που δημιουργεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Βεβαίως, η κρίση επηρεάζει επίσης και χώρες με ισχυρή παραγωγική δομή, αλλά εκεί οι λαοί μπορούν να στραφούν στα εγχώρια προϊόντα, ενώ εμείς, που εισάγουμε τα πάντα, στρεφόμαστε στον... εξωτερικό δανεισμό.
Ομως, πέρα από τους συγκυριακούς οικονομικούς και τους επερχόμενους κλιματικούς παράγοντες, ο τουρισμός μας αυξανόμενα πληρώνει τη σημερινή ασύδοτη «ανάπτυξή» του, εξαιτίας της επιδείνωσης των υπηρεσιών που προσφέρει η χώρα μας, σε σχέση με τον συνεχώς εντεινόμενο ανταγωνισμό από γειτονικές χώρες. Αλλά δεν είναι μόνον οι τουρίστες και οι παραθεριστές που πληρώνουν την τιμή της δήθεν ανάπτυξης. Πολύ σημαντικότερη είναι η τιμή που πληρώνουν οι ίδιοι οι μόνιμοι κάτοικοι των τουριστικών περιοχών, όχι μόνον άμεσα, εάν δηλαδή είναι και αυτοί αναμιγμένοι στο τουριστικό κύκλωμα, αλλά και έμμεσα, από τις συνέπειες της «ανάπτυξης» αυτής.
Η Σύρος προσφέρεται σαν καλό σχετικό παράδειγμα προς εξέταση γιατί, ως πρωτεύουσα των Κυκλάδων, έχει ένα σημαντικό μόνιμο πληθυσμό. Πέρα όμως από αυτό, το νησί αποτελεί μοναδική σύνθεση φυσικού τοπίου και πολιτιστικού στοιχείου, που τη χαρακτηρίζει και την διαφοροποιεί σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο νησί παρόμοιου μεγέθους. Οι παραθεριστές έρχονται στο νησί ακριβώς για να χαρούν τον πολιτισμό της Σύρου, που δεν περιλαμβάνει βέβαια μόνο τη λαμπρή αρχιτεκτονική κληρονομιά της, αλλά και αυτόν των ίδιων των Συριανών (που δύσκολα συναντά κανείς σε άλλο νησί), πέρα από το φυσικό της τοπίο. Είναι όμως ιδιαίτερα επώδυνο γι' αυτούς που παρακολουθούν την εξέλιξή της τα τελευταία χρόνια ότι αυτό ακριβώς το πολιτισμένο περιβάλλον συνεχώς συρρικνώνεται. Και αυτό γιατί -φαίνεται- κάποιοι επιχειρηματίες, αλλά και δημόσιες Αρχές και δήμοι βλέπουν τον τουρισμό απλώς σαν μια προσοδοφόρα «μπίζνα», χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες της «ανάπτυξης» που επιβάλλουν στο νησί (σε κατοίκους και παραθεριστές, που κυρίως είναι Ελληνες) για χάρη κάποιων πρόσκαιρων, σε τελική ανάλυση, εσόδων. Ετσι, αν κάποτε στο όνομα ενός (ανύπαρκτου) θεού κάποιοι κατέστρεφαν πολιτιστικά μνημεία όπως ο Παρθενώνας, σήμερα οι απόγονοί τους κάνουν το ίδιο, με ανάλογη μανία, στο όνομα ενός νέου (πολύ υπαρκτού) θεού, που λέγεται χρήμα.
Αναφέρω ενδεικτικά: Το κυκλοφοριακό χάος, που παρατηρείται σε κάθε νησί το καλοκαίρι, γίνεται ιδιαίτερα επώδυνο όταν ουσιαστικά καταστρέφει ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα όπως η Ερμούπολη, απλώς διότι δεν έχει καθιερωθεί -όπως έχει γίνει π.χ. σε πόλεις της βόρειας Ιταλίας- η έννοια του «ιστορικού κέντρου», όπου μόνο τα απαραίτητα Δ.Χ. αυτοκίνητα θα μπορούσαν να κινούνται. Τον άναρχο οικοδομικό οργασμό που μάλιστα εντείνεται συνήθως στην περίοδο αιχμής το καλοκαίρι. Τις συχνές διακοπές του ηλεκτρικού που ταλαιπωρούν ντόπιους αλλά και παραθεριστές κ.λπ. Ομως, όλα αυτά, που είναι άλλωστε χαρακτηριστικά κάθε νησιού μας, αλλά απλώς φαίνονται εντονότερα σε ένα νησί με μοναδικό πολιτιστικό χαρακτήρα όπως η Σύρα, σχεδόν ωχριούν μπροστά στη νέα βαρβαρότητα: την ηχορρύπανση, που αυξανόμενα γίνεται απειλητική και ενοχλητικότερη.
Ετσι, δεν έφθαναν οι «συνήθεις ύποπτοι» (μηχανάκια χωρίς σιγαστήρες, κυνηγοί κ.λπ.), τώρα προστίθενται και τα θορυβώδη «καταστήματα διασκέδασης» που λυμαίνονται όλη την τουριστική Ελλάδα (και όχι μόνο!). Στη Σύρα, κάποιοι επιχειρηματίες, με τη σκανδαλώδη υποστήριξη τοπικής εφημερίδας,2 απαιτούν το... δικαίωμα στην ηχορρύπανση, δηλαδή το «δικαίωμα» παραβίασης ακόμη και των υπαρχουσών (ελλιπών) ρυθμίσεων για την ηχορύπανση και τα ντεσιμπέλ -που ισχύουν βέβαια ανεξάρτητα από τις ώρες κοινής ησυχίας. Για χάρη, λοιπόν, υποτίθεται, της διασκέδασης των νέων και για να μη μετατραπεί δήθεν η Σύρος σε «ερημητήριο» για τους συνταξιούχους, κάποια υπαίθρια κλαμπ, με τακτικά beach parties, καταστρέφουν μαγευτικές παραλίες και εξαναγκάζουν λουόμενους αλλά και μόνιμους κατοίκους και παραθεριστές στον περιβάλλοντα χώρο να γίνονται -ως προς τον εκκωφαντικό θόρυβο- ακούσιοι πελάτες, γεγονός που ήδη έχει προκαλέσει σωρεία διαμαρτυριών και καταγγελιών, ενώ άλλοι απλώς «ψηφίζουν με τα πόδια»! Στην πραγματικότητα, βέβαια, το θέμα δεν είναι να θυσιαστεί η διασκέδαση των νέων, όπως το παρουσιάζουν προς εξαπάτησή τους, αλλά να θυσιαστούν κάποια από τα κέρδη και να υποχρεωθούν οι επιχειρηματίες να εγκαταστήσουν την κατάλληλη υποδομή (διπλές τζαμαρίες απομόνωσης του ήχου κ.λπ.), ώστε ν' απολαμβάνουν οι νέοι τη διασκέδασή τους χωρίς να ενοχλούν ολόκληρη την περιοχή.
Το παράδειγμα της Σύρου, όμως, που είναι ιδιαίτερα χτυπητό λόγω του ιδιάζοντα χαρακτήρα του νησιού, απλώς αναπαράγει το πανελλαδικό μοντέλο τουριστικής «ανάπτυξης» που έχει ήδη δημιουργήσει τη (σωστή) εντύπωση ότι δεν κυριαρχούν ευρύτερα πολιτιστικά κριτήρια, με βάση τα οποία αποφασίζεται ποιος είναι ο κατάλληλος τουρισμός που δεν θα αλλοιώνει τον χαρακτήρα του τόπου, αλλά ότι οι αποφάσεις αφήνονται στον κάθε ανεύθυνο επιχειρηματία που έχει μοναδικό του κριτήριο την «πάρτη» του, ενώ οι Αρχές είναι ιδιαίτερα «χαλαρές» στην εφαρμογή των κανονισμών. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ήδη έχουν δημιουργηθεί τόποι προς αποφυγήν στον διεθνή τουρισμό (Φαληράκι, Μάλια κ.λπ.) που όλοι ανήκουν στη χώρα μας. Απόκειται λοιπόν στους πολίτες να «ανακτήσουν τα κοινά αγαθά» και είναι ιδιαίτερα παρήγορο ότι η Σύρος, πέρα από ένα ιδιαίτερα σημαντικό φοιτητικό κίνημα, τώρα απέκτησε και κινήσεις πολιτών, που σχεδιάζουν τρόπους να επιβάλουν την πεζοδρόμηση δρόμων στο περίφημο ιστορικό κέντρο της.
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/
1 Βλ. για τις συνέπειες της ένταξης «Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία» (Ελλην. Γράμματα, 2002), κεφ. 9
2 βλ. «Κοινή Γνώμη», 14/7/2009. Σε απάντηση του άρθρου αυτού του διευθυντού της δημοσιεύθηκε επιστολή μου, όπου εξέφραζα τις παραπάνω απόψεις. Η παρακάτω ιταμή απάντηση (που χαρακτηρίζει βέβαια τον ίδιο και εξόργισε πολλούς Συριανούς αναγνώστες του) παρατίθεται ασχολίαστη: «Αν ισχύουν όλα όσα αναφέρει και αν είναι τόσο τραγική η κατάσταση στη Σύρο, αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο επιλέγει αυτό το νησί για τις διακπές του. Και εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζουμε ότι θα υποδείξει ή θα καθορίσει ποιο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης πρέπει ν' ακολουθήσει η Σύρος ή το πώς θα διασκεδάζει η νεολαία του νησιού, ένας άνθρωπος ο οποίος έρχεται στο νησί μόνο για ολιγοήμερες διακοπές. Δεν έχει ανάγκη από τέτοιους "προστάτες" η Σύρος». (!!!)
Απειλές
Σε απάντηση της ανάλυσής μου στη «Σαββατιάτικη», όπου ανέφερα «Στη Σύρα κάποιοι επιχειρηματίες, με τη σκανδαλώδη υποστήριξη τοπικής εφημερίδας, απαιτούν το... δικαίωμα στην ηχορρύπανση, δηλαδή το «δικαίωμα» παραβίασης ακόμη και των υπαρχουσών (ελλιπών) ρυθμίσεων για την ηχορρύπανση και τα ντεσιμπέλ», ο διευθυντής της ίδιας εφημερίδας («Κοινή Γνώμη») πρωτοστατεί σε εκστρατεία... αποβολής μου από το νησί και τώρα έφθασε έμμεσα να απειλεί και τη σωματική μου ακεραιότητα με σημερινό του σχόλιο στο facebook του εν λόγω επιχειρηματία, όπου γράφει: «Ο Φωτόπουλος, γράφοντας αυτό το άρθρο στην «Ελευθεροτυπία» έκανε πανελλήνια δυσφήμηση στη Σύρο.
Περιγράφει το νησί ως έναν τόπο που επικρατεί η απόλυτη ανομία και αναρχία σε όλα τα επίπεδα. Ντροπή του που στην καρδιά της τουριστικής περιόδου γράφει τέτοια άρθρα κατά της Σύρου σε πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδα. Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται ακόμη στο νησί, κάνει τις διακοπές του κι εμείς τον ανεχόμαστε». (Μάριος). http://www.facebook. com/group/phm?gid=109371150772. Τόση αθλιότητα ελλείψει επιχειρημάτων;